Nae sa-lang1
Θέλω να σε αποπλανήσω
με δώρα τα σύννεφα του Βίνσεντ
και χούφτες κόκκινα γλυκά κεράσια.
Μαζί
θα φτάσουμε στα σύνορα του πόθου
και στον ανεμοστρόβιλο μια τρέλας θεϊκής
θα βάψουμε γαρούφαλλα στο νου μας
Αλλά το ξέρω πως είμαι ονειροπόλος.
Για σένα
είμαι απλά ένας φτωχούλης ξυλοκόπος
που σκαρφαλώνει σε μια πελώρια φασολιά.
Όχι όμως
Δεν θέλω πια να ακούω αυτή την ιστορία.
Για φέρτε μου τις ζωγραφιές του Βίνσεντ—
Ω Βίνσεντ, Βίνσεντ, αδελφέ μου,
πόσο μου λείπεις τούτους τους καιρούς.
Nae sa-lang, nae sa-lang,
σε θέλω με χυμούς του κερασιού
να τρέχουν στα μικρούτσικα σου στήθη,
σε θέλω στη φρενήρη μυρωδιά
του γιασεμιού το καλοκαίρι,
σε θέλω πιο πέρα από κάθε σύνορο
και πέρα από την πρώτη σου κραυγή.
Γιατί
είμαι ο έρωτας σου ο Χαεμόσου2
το φως και η τρέλα των θεών
και εσύ η παρθένα Τίγρη της Κορέας
που βγαίνει κυνήγι στο βουνό.
1 Αγάπη μου στα Κορεάτικα
2 Ο Κορεάτικος θεός του ήλιου. Φοράει ένα κάλυμμα 7 φτερά κορακιού, κρατεί ένα μαγικό σπαθί και οδηγεί ένα άρμα που το σέρνουν πέντε δράκοι.
Αυτό το ποίημα είναι βασισμένο σε μια Κορεάτικη ιστορία αγάπης:
read the English version of this poem The Fairy and the Woodcutter
Λίγα λόγια για το ποίημα…
Μια Απίθανη Ιστορία Αγάπης : Η Σουρεαλιστική Διαπλοκή του Πόθου και της Τρέλας
Το ποίημα “Η Νεράιδα και ο Ξυλοκόπος” ξεδιπλώνεται ως μια σουρεαλιστική αφήγηση γεμάτη πόθο, τρέλα και μια αίσθηση ανέφικτης επιθυμίας. Μέσα από τη χρήση ενός παραδοσιακού παραμυθιού της Κορέας, παρουσιάζει μια απίθανη ιστορία αγάπης όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπλέκονται, δημιουργώντας έναν κόσμο ασαφή και ονειρικό.
Το ποίημα ξεκινά με την προσπάθεια του αφηγητή να αποπλανήσει την αγαπημένη του με “σύννεφα του Βίνσεντ” και “χούφτες κόκκινα γλυκά κεράσια.” Αυτές οι εικόνες, με την έντονη αναφορά στον Βίνσεντ βαν Γκογκ, δίνουν στο ποίημα μια αίσθηση αιθέριας ομορφιάς, υποδηλώνοντας μια αγάπη που είναι ταυτόχρονα μαγευτική και ανέφικτη. Η αναφορά στο βαν Γκογκ, έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο είναι συνυφασμένο με την τρέλα και την ιδιοφυΐα, προσθέτει μια επιπλέον διάσταση στην επιδίωξη του αφηγητή. Η φράση “θα βάψουμε γαρούφαλλα στο νου μας σε έναν ανεμοστρόβιλο τρέλας θεϊκής” ενισχύει την αίσθηση ότι η δημιουργική διαδικασία αντικατοπτρίζει την ασταθή φύση της αγάπης.
Παρόλα αυτά, το ποίημα δεν παραμένει μόνο στη φαντασία. Ο αφηγητής αναγνωρίζει τη ματαιότητα της επιδίωξής του, δηλώνοντας πως είναι “απλά ένας φτωχούλης ξυλοκόπος που σκαρφαλώνει σε μια πελώρια φασολιά,” ένας υπαινιγμός στην ιστορία του Τζακ. Αυτή η αυτοαναφορά φέρνει στο νου ένα παραμύθι δικό του, υπαινισσόμενη μια αναζήτηση που είναι προορισμένη να αποτύχει. Η πελώρια φασολιά, σύμβολο μιας προσπάθειας που ξεπερνά τις δυνατότητες του, υπογραμμίζει την απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας και των επιθυμιών του αφηγητή. Η επανάληψη του “Όχι όμως” σηματοδοτεί μια άρνηση της πραγματικότητας, καθώς ο αφηγητής κρατιέται από την ελπίδα μιας αγάπης που υπάρχει μόνο στην φαντασία του.
Καθώς το ποίημα προχωρά, ο αφηγητής μετατοπίζεται από την έκκληση στη δήλωση της ταυτότητάς του, απορρίπτοντας την ιστορία του ξυλοκόπου υπέρ μιας βαθύτερης πραγματικότητας. Η επιθυμία του να του φέρουν “τις ζωγραφιές του Βίνσεντ” αντικατοπτρίζει την επιθυμία να ξαναγράψει την αφήγηση, να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα όπου αυτή η απίθανη ιστορία αγάπης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Η επίκληση του Βίνσεντ ως “αδελφού” υποδηλώνει μια κοινή εμπειρία αγωνίας, έναν δεσμό που σχηματίζεται μέσα από έντονα συναισθήματα και δημιουργική πάλη.
Το ποίημα παίρνει μια πιο άμεση και σωματική διάσταση καθώς η επιθυμία του αφηγητή γίνεται πιο έντονη και αισθησιακή. Η επαναλαμβανόμενη χρήση του “Nae sa-lang” (αγάπη μου) λειτουργεί ως επωδός που ριζώνει την επιθυμία του αφηγητή σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο που παραμένει υποβόσκον καθ' όλη τη διάρκεια του ποιήματος. Οι εικόνες “χυμούς του κερασιού να τρέχουν στα μικρούτσικα σου στήθη” και “η φρενήρη μυρωδιά του γιασεμιού το καλοκαίρι” εισάγουν έναν αισθησιασμό που αγγίζει το πρωτόγονο. Εδώ, ο έρωτας του δεν είναι μόνο πόθος αλλά και εμμονή, όπου τα όρια μεταξύ αγάπης και κατοχής, πραγματικότητας και τρέλας, αρχίζουν να θολώνουν.
Στις τελευταίες γραμμές του ποιήματος, ο αφηγητής αποδέχεται τον ρόλο του ως “είμαι έρωτας σου ο Χαεμόσου, το φως και η τρέλα των θεών,” παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως μια φιγούρα τόσο ισχυρή όσο και δέσμια της ίδιας της τρέλας που λατρεύει. Η σύγκριση της αγαπημένης του με την “παρθένα τίγρη της Κορέας που βγαίνει κυνήγι στο βουνό” προκαλεί μια εικόνα ανόθευτης ομορφιάς και δύναμης, άθικτης και ίσως απρόσιτης. Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με την ήπια επανάληψη του “Nae sa-lang,” υποδηλώνει διακριτικά τις πολιτιστικές ρίζες της αγαπημένης του αφηγητή, αφήνοντας να εννοηθεί μια σύνδεση με έναν μακρινό και ίσως απρόσιτο κόσμο.
Το ποίημα “Η Νεράιδα και ο Ξυλοκόπος” παρουσιάζει ένα απίστευτη ιστορία αγάπης που εξερευνά τις πολυπλοκότητες του πόθου, της τρέλας και της πολιτιστικής μνήμης. Το ταξίδι του αφηγητή, από ελπιδοφόρο αποπλανητή σε μια φιγούρα που παρασύρεται από την ίδια του φαντασία, αντικατοπτρίζει τον διαχρονικό αγώνα μεταξύ πραγματικότητας και ονειροπόλησης. Μέσα από τις πολυεπίπεδες εικόνες και τις ευαίσθητες αναφορές, το ποίημα εξερευνά πώς η επιδίωξη της αγάπης μπορεί να οδηγήσει τόσο στη δημιουργία όσο και στην καταστροφή, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναλογιστεί την αληθινή φύση του έρωτα του αφηγητή, που παραμένει εξίσου ασαφής και αινιγματική όσο και το παραμύθι που την ενέπνευσε.
Comments