Ο πάστορας ξυπνάει κάθε αυγή όταν ο κόσμος είναι αμόλυντος κι αθώος και στο μισοκοιμισμένο φως του πρωινού κοιτάζει με λαχτάρα τη νεαρή του νύφη. Τη φιλάει απαλά στο μάγουλο και κάθε μέρα όπως και πάντα, παίρνει το μικρό δρομάκι για την εκκλησιά. Σε στιγμές θλίψης η στιγμές χαράς η πιστή και αγνή νυφούλα περιμένει πάντα υπάκουη στον ευσεβή της άντρα. Όμως τις ώρες πού είναι μόνη και πονάει, σφίγγει τα χέρια της και κάνει προσευχή να συμβουλέψει ο Κύριος τον ευλαβή ιερέα,
πως η σάρκα κι η ψυχή είναι σαν δυό αδελφές· και όταν η σάρκα στερείται πάντα την αγάπη τότε η ψυχή λιμοκτονεί κι αυτή. Read the English version of this poem at The pastor's wife
Comments