Ένα εύθραυστο παιδάκι με φτερά
κομμένα, βρήκες καταφύγιο στις
γωνιές της σκοτεινής ζωής μου.
Έφτιαξα τα σπασμένα σου όνειρα,
σε ζέστανα με την πνοή μου
και προσευχήθηκα στο Θεό
πως πάντα θα 'μενες κοντά μου.
Με θάμπωσες με τα λαμπρά σου
χρώματα· προσπάθησες να με σοκάρεις
κι απαίτησες να σου δώσω απάντηση.
Άνετοι—το ξέραμε ότι ποτέ δεν γινόμαστε
εραστές—θρέφαμε την αγιάτρευτη ανάγκη μας
για μοναξιά και απολαμβάναμε κι δυό
την ασυγχώρητη αμαρτία μιας αθώας αγάπης.
Σύντομα τρομοκρατήθηκα!
“Χτύπα πρώτος, πάτα το κουμπί, εξαφάνισε
το δόλιο όνειρο.” μου λεγε μια μικρή φωνή.
Βυθίστηκα σε ένα πηγάδι δίχως πάτο
και σκάλισα πάνω στους τοίχους όλες τις
μαύρες σκέψεις μου για σένα.
Κάποτε σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω
από το παραπέτο τη φωτεινή σου ύπαρξη.
Σου μιλώ αλλά εσύ παραμένεις σιωπηλή
και βυθίζομαι ξανά στο απύθμενο πηγάδι.
Το πρόσωπό σου χαμογελά ειρωνικά
σε μια ανέλπιδη οθόνη κι αναρωτιέμαι αν
πραγματικά σε ήξερα ή αν πάντα ήμουνα
ένας ξένος στη λαμπερή ζωή σου.
Αυτό το ποίημα είναι μέρος της συλλογής μωσαϊκά
Read the English version of this poem at A Very Serious Altercation
Comments