Οι ψάλτες ψάλουν πένθιμα
τρεμοσβήνουν τα κεριά
και το κήρυγμα του πάτερ
γεμίζει την εκκλησία σκοτάδι.
Για να βρω παρηγοριά, γυρίζω
την ματιά μου προς τον Άγιο μας
μα ο Αρχάγγελος έχει αλλάξει.
Έχει βγάλει τη χρυσή του πανοπλία
και τώρα κρατά στα χέρια του
ένα καλάθι και ένα κοφτερό δρεπάνι.
Σηκώνεται σιωπηλά—
ήρεμη, χλωμή, και απόμακρη.
Κάτω από το βλέμμα των αγίων
τυλίγεται στο κίτρινο φως της εκκλησίας
και στο καπνό των φύλλων της ελιάς.
Σπρώχνω και βιάζομαι να πάω κοντά της.
"Αλαφροΐσκιωτος," ψιθυρίζουνε πολλοί.
Χέρι με χέρι, βγαίνουμε έξω στην αυλή
στο φλογισμένο καύσωνα του Ιούλη.
Τα τζιτζίκια απεγνωσμένα, σταμάτησαν
να τραγουδούν κι ο γκρίζος ανεμόμυλος
με ανοιχτά τα κοκαλιάρικα του χέρια
εκλιπαρεί τον Κύριο, μα ο Ιεχωβάς σιωπά.
Απελπισμένος, κοιτάζει το καμπαναριό και βλέπει
δεκαπέντε περιστέρια να το βάφουν μαύρο.
Σκαρφαλωμένοι πάνω στο τοιχάκι
ατενίζουμε το κάμπο—
ξερό και φορτωμένο με σιτάρι.
Πιο πέρα, βλέπουμε τις δεκατρείς
μιμόζες που ανθίσαν ντροπαλά τον Μάη.
Με αγκαλιάζει και μου λέει λυπημένα:
"Ήμασταν τότε τόσο ευτυχισμένοι!"
Βυζαντινοί ψαλμοί και άσματα
αντηχούν λυπητερά στον στειρωμένο κήπο.
Η μυρωδιά του δεντρολίβανου όλο γίνεται
πιο δυνατή και τα χείλη της έχουνε πάρει
μια θλιβερή απόχρωση του μπλε.
Δεκαπέντε περιστέρια πιάνουνε το κλάμα
κι τέσσερις νεκροπομποί κατεβάζουνε
το φέρετρο της στον φρεσκοσκαμμένο τάφο.
Ένα ποίημα στη συλλογή Δεκατρείς μεταξωτές μπαλάντες
Read the English version of this poem The Epitaph
Λίγα λόγια για το ποίημα...
Ο Επιτάφιος: Στοχασμός για την Αγάπη, τη Θλίψη και τη Μνήμη - Ποιήματα Κύπρου
Μέσα στη συλλογή Ποιήματα Κύπρου και πιο συγκεκριμένα στο κύκλο "Δεκατρείς Μεταξωτές Μπαλάντες," η ποίηση γίνεται φακός μέσα από τον οποίο προβάλλονται η θλίψη, η αγάπη και οι βαθιές σιωπές της απώλειας. Το τελευταίο ποίημα αυτής της σειράς, "Ο Επιτάφιος," αντηχεί ως ένα ελεγείο για μια αγαπημένη που έχει χαθεί, πλέκοντας εικόνες της νιότης και του θανάτου με έναν τόνο που είναι ταυτόχρονα οικείος και πανανθρώπινος. Μέσα από τη γλώσσα και τις εικόνες του, το ποίημα αποτυπώνει τη γυμνή, ονειρική θλίψη ενός νέου αγοριού, τοποθετώντας τον σε έναν χώρο όπου η χαρά του παρελθόντος και η ερημιά του παρόντος συγκρούονται.
Στη σκηνή μιας τελετουργικής και αυστηρής ελληνικής ορθόδοξης κηδείας, "Ο Επιτάφιος" εισάγει τον αναγνώστη στην εμπειρία του πρωταγωνιστή, προσφέροντας μια ματιά στην εσωτερική του ταραχή. Τα κεριά τρεμοπαίζουν, οι ψάλτες ψάλλουν, και τα λόγια του ιερέα απλώνονται στον αέρα σαν βαρύ πέπλο. Οι πενθούντες, σοβαροί και σιωπηλοί, χάνονται στο παρασκήνιο καθώς το αγόρι εστιάζει την προσοχή του στην αυστηρή μορφή του Αρχαγγέλου, ο οποίος στέκεται φρουρός στην ιερή πύλη της εκκλησίας. Ο Αρχάγγελος δεν φορά πια τη χρυσή πανοπλία της Βυζαντινής παράδοσης, αλλά εμφανίζεται με σκοτεινά, απειλητικά ενδύματα, κρατώντας ένα δρεπάνι—σύμβολο θανάτου, απογυμνωμένο από κάθε αίσθηση ελέους. Αυτή η διαστρεβλωμένη μορφή, η μορφή του Χάροντα από την ελληνική μυθολογία, συνδυάζει την ιερότητα της θρησκευτικής εικονογραφίας με τη σκληρότητα της θνητότητας, εντείνοντας το προαίσθημα μιας αναπόφευκτης μοίρας.
Η σκηνή κορυφώνεται όταν εμφανίζεται η κοπέλα, σιωπηλή και αιθέρια, καλυμμένη από το απαλό, τρεμάμενο φως των κεριών και τον αχνό καπνό από τα καμένα κλαδιά της ελιάς. Η επανεμφάνισή της δεν είναι ούτε πλήρως γήινη ούτε απολύτως πνευματική· αιωρείται σε έναν οριακό χώρο, με την ωχρότητά της να τονίζεται από το τελετουργικό λιβάνι και τη λάμψη των κεριών. Η παρόρμηση του αγοριού να την πλησιάσει, να διαπεράσει τα ψιθυρίσματα των παρισταμένων που τον θεωρούν πως τα έχει χαμένα αποκαλύπτει το βάθος της θλίψης του—μια αγάπη τόσο έντονη που ξεπερνά τη λογική και κάθε κοινωνικό περιορισμό.
Καθώς βγαίνουν στο ανελέητο φως του ήλιου, η ίδια η φύση αντικατοπτρίζει την εσωτερική ερήμωση του αγοριού. Το τραγούδι των τζιτζικιών σιωπά, και ένας παλιός ανεμόμυλος, ανθρωπομορφοποιημένος με "κοκαλιάρικα χέρια," υψώνεται προς τον ουρανό σε μια σιωπηλή ικεσία. Ο ανεμόμυλος, σύμβολο της ανθεκτικότητας και της αγροτικής ζωής, γίνεται μάρτυρας αυτής της στιγμής θλίψης, εκλιπαρώντας σιωπηλά για μια παρηγοριά που δεν έρχεται. Στην απόσταση, το καμπαναριό βαρύνεται από "δεκαπέντε περιστέρια που κλαίνε." Κάθε περιστέρι εμφανίζεται σαν ένας θρηνητής, προσθέτοντας στην ατμόσφαιρα της συλλογικής θλίψης.
Το σκηνικό μετατοπίζεται και πάλι, μεταφέροντας το αγόρι και την αγαπημένη του σε έναν τοίχο κοντά στη σιδερένια πύλη του κοιμητηρίου, όπου παρατηρούν έναν κήπο από μιμόζες. "Ήμασταν τόσο χαρούμενοι τότε," του ψιθυρίζει, συνδέοντας την εφήμερη ομορφιά αυτών των λουλουδιών με τις κοινές τους αναμνήσεις. Η εικόνα των “δεκατριών μιμόζων” λειτουργεί ως υπενθύμιση της χαράς του παρελθόντος και ως άγκυρα στο παρόν, συμβολίζοντας τους τρόπους με τους οποίους αυτός θα παραμείνει δεμένος με τη μνήμη της. Αυτή η εικόνα συνδέεται και με το ευρύτερο θέμα του κύκλου, υποδηλώνοντας την γλυκόπικρη αποδοχή που συνοδεύει την πράξη της ανάμνησης.
Στους τελευταίους στίχους, "Ο Επιτάφιος" επαναφέρει τον αναγνώστη στη βαρύτητα των νεκρώσιμων τελετουργιών. Μέσα στις μυρωδιές του δενδρολίβανου και του λιβανιού, η ωχρότητα της κοπέλας γίνεται παγερή, προοιωνίζοντας την οριστική της πορεία προς τη γη. Οι θρήνοι των πενθούντων υπογραμμίζουν την εξερεύνηση της συλλογικής θλίψης που διατρέχει το ποίημα, όμως η θλίψη του αγοριού παραμένει βαθιά προσωπική, τραβώντας τον αναγνώστη στον οικείο χώρο της προσωπικής του λύπης. Καθώς τέσσερις νεκροθάφτες την κατεβάζουν στον τάφο, το τελετουργικό φτάνει στο αναπόφευκτο τέλος του, σφραγίζοντας τη μετάβαση της κοπέλας από τη ζωή στη μνήμη.
Όπως και άλλες τραγικές ηρωίδες που εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου, σαν η Οφηλία, η Ευρυδίκη και η Ιουλιέτα, η κοπέλα στον "Επιτάφιο" ενσαρκώνει ένα πανανθρώπινο αρχέτυπο της νεανικής αγάπης που κόπηκε πρόωρα. Αυτές οι μυθικές αναφορές εμπλουτίζουν την αφήγηση, συνδέοντας την ιστορία του πρωταγωνιστή με μια διαχρονική παράδοση πένθους και μνήμης. Όπως ο πνιγμός της Οφηλίας ή η απώλεια της Ευρυδίκης στον Άδη έγιναν σύμβολα ανεκπλήρωτης αγάπης, έτσι και το ταξίδι του αγοριού μέσα στη θλίψη συνδέεται με αυτές τις βαθύτερες αναφορές, επιτρέποντας στο ποίημα να επικοινωνεί πέρα από πολιτισμικά και χρονικά όρια.
Με την απεικόνιση της απώλειας, ο "Επιτάφιος" αποτυπώνει αριστοτεχνικά την ασαφή γραμμή μεταξύ μνήμης και πραγματικότητας. Οι οπτικές και αισθητηριακές λεπτομέρειές του τυλίγουν τον αναγνώστη, τον εισάγουν σε έναν κόσμο όπου η θλίψη είναι απτή, σχεδόν υλική. Η περιγραφική γλώσσα του ποιητή εντείνει τη σοβαρότητα χωρίς να γίνεται υπερβολική, επιτρέποντας στο ποίημα να παραμείνει ένας στοχασμός και όχι μια διακήρυξη. Οι τελευταίοι στίχοι παραμένουν στο νου, σαν την απόηχο μιας φλόγας κεριού, υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες την αέναη δύναμη της αγάπης και την σιωπηλή, ανυποχώρητη λαβή της μνήμης.
Ανάλυση των Θεμάτων
Τα κεντρικά θέματα του "Επιτάφιου" περιλαμβάνουν την απώλεια, τη μνήμη, και την αποδοχή του θανάτου. Η θλίψη του νεαρού πρωταγωνιστή δεν περιορίζεται στο προσωπικό του δράμα αλλά εξελίσσεται ως αναπαράσταση της ανθρώπινης προσπάθειας να κατανοήσει και να αποδεχτεί τον θάνατο. Το ποίημα αποτυπώνει τις αντιφάσεις της θλίψης—τη σύγκρουση ανάμεσα στη λαχτάρα για τη διατήρηση της μνήμης και την πραγματικότητα του αποχωρισμού.
Ανάλυση του Στίχου
Η μορφή και η δομή του "Επιτάφιου" υποστηρίζουν τη συναισθηματική του ένταση. Με μικρές, πυκνές φράσεις και μια αφήγηση που εναλλάσσεται μεταξύ του εσωτερικού μονολόγου και των εξωτερικών εικόνων, το ποίημα προχωράει με ρυθμό που παραπέμπει σε θρήνο. Η αίσθηση της επαναλαμβανόμενης θλίψης εντείνεται από τη λιτή, συγκρατημένη γλώσσα, που απεικονίζει τον πόνο του πρωταγωνιστή χωρίς υπερβολές.
Ανάλυση των Συμβολισμών
Τα σύμβολα διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στο ποίημα. Ο αρχάγγελος, χωρίς την παραδοσιακή πανοπλία του, συμβολίζει το μυθολογικό χάρο, την απογύμνωση της ύπαρξης μπροστά στον θάνατο, και το δρεπάνι υπαινίσσεται τη συγκομιδή των ψυχών. Οι εικόνες του ανεμόμυλου και των περιστεριών που στέκονται στο καμπαναριό δίνουν μια αίσθηση ματαιότητας και θρησκευτικής αβεβαιότητας, ενώ το καμένο τοπίο αντανακλά την ψυχική ερήμωση του νέου.
Κύριες Ποιητικές Εικόνες
Η ποιητική εικόνα στο ποίημα δίνει έμφαση στις αισθήσεις, με στόχο να προκαλέσει συναισθήματα που δύσκολα εκφράζονται με λέξεις. Το φως των κεριών που τρεμοσβήνει, ο καπνός από τα κλαδιά της ελιάς, και η μυρωδιά του λιβανιού μεταφέρουν τον αναγνώστη στον ίδιο χώρο με τον πρωταγωνιστή, επιτρέποντας του να αισθανθεί την πνευματική και σωματική του αγωνία.
Επίδραση του Θρησκευτικού Συμβολισμού
Ο θρησκευτικός συμβολισμός παίζει κεντρικό ρόλο, καθώς το ποίημα διαδραματίζεται στον χώρο της εκκλησίας και κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής τελετής. Η παρουσία του αρχαγγέλου και οι ψαλμοί δεν λειτουργούν απλώς ως στοιχεία του σκηνικού αλλά επιφορτίζουν το ποίημα με μια αίσθηση θείας αποδοχής και αναπόφευκτης μοίρας. Μέσω αυτών των στοιχείων, το ποίημα εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην πίστη και στην ανθρώπινη θλίψη, και διερωτάται κατά πόσο η θρησκεία μπορεί να προσφέρει πραγματική παρηγοριά.
Συμπέρασμα
Ο "Επιτάφιος" στη συλλογή Ποιήματα Κύπρου ξεπερνά το προσωπικό και καταφέρνει να αγγίξει καθολικά ζητήματα που σχετίζονται με τον θάνατο και τη μνήμη. Μέσα από τις περίπλοκες ποιητικές του εικόνες, το ποίημα προσφέρει μια βαθιά εξερεύνηση της θλίψης και της ανάγκης για συμφιλίωση. Σε αυτήν την ακολουθία του τελευταίου αποχαιρετισμού, το ποίημα καλεί τον αναγνώστη να εξετάσει τη δική του αντίληψη για τον θάνατο και τη μνήμη, προσφέροντας μια διαχρονική στοχαστική εμπειρία που εστιάζει στην αέναη πάλη του ανθρώπου με το φθαρτό της ύπαρξής του.
Comments