Ένα ποίημα για την Άννα, από τη σειρά Ποιήματα Θανάτου και Θλίψης, ο χαμός της οποίας μας λύπησε και μας συγκλόνισε όλους. Κοιμήσου ήσυχα αγαπημένη μας φίλη.
Πέντε φίλοι γύρο στο τραπέζι
τρώνε παγωτό και γλύκισμα όμως ανάμεσα στο γέλιο και στις γουλιές του κόκκινου κρασιού μια σιωπή μιλάει δυνατά με τις λέξεις που κανείς δεν λέει.
Κάποτε ο δρόμος μας φαινότανε
τόσο μακρύς κι ατέλειωτος, γεμάτος περιπέτειες σε κάθε κούρβα και στροφή. Στρατιώτες της μελλοντικής γενιάς, ορμήσαμε στις σκουριασμένες πύλες. Κάψαμε πόλεις με παλιούς ναούς και τείχη αδιάσειστα με πόρτες σιδερένιες. Αφίσες του Τσε στα μικρά μας
κομοδίνα,
Αφγανικά παλτά, μαλλί μακρύ κι καμπανάκια κρεμασμένα στο λαιμό. Μα πόσο σύντομος ήτανε στ ' αλήθεια
ο δρόμος. Τα τείχη στέκονται τριγύρω ακόμη
κι ο στρατός μας τσακισμένος, είναι
τώρα σαν κουρέλι μπροστά στις πόρτες
της φθαρμένης πολιτείας.
Τέσσερεις φίλοι γύρο στο τραπέζι
τρώνε παγωτό και γλύκισμα όμως ανάμεσα στο γέλιο και στις γουλιές του κόκκινου κρασιού μια σιωπή μιλάει δυνατά με τις λέξεις που κανείς δεν λέει.
Read the English version of this poem at The words we leave unsaid
Comments