Το μόνο που ακούω είναι η φωνή σου:
“Θυμάσαι αυτό; θυμάσαι εκείνο;
τι γίνεται με αυτό; τι γίνεται με εκείνο;”
και συνεχίζεις:
“Πάντα σου στρατιώτης, ποτέ σου στρατηγός.”
και… και… και...
“Δεν ήρθε να σε δει, έτσι δεν είναι;”
Αλλά ίσως εδώ να έχεις δίκιο.
“Γιατί δεν ήρθες να με δεις μπαμπά;”
Μερικές φορές τίποτα δεν λες—
η σιωπή, το πιο σκληρό σου κόλπο.
Μια ματιά και είμαι χαμένος,
με βασανίζεις, με παίρνεις στο κορόιδο.
Όλες οι σκέψεις που προσπάθησα τόσο
σκληρά να διώξω—όλοι μου οι φόβους
κι η κάθε ανασφάλεια μου.
“Δεν μπορούσες να μου δείξεις τουλάχιστο
λίγη αγάπη;” και κλαίω για το παιδάκι που
μόλις έκλισε εφτά.
Όταν σου λέω ότι αυτά δεν είναι νέα
—προσποιούμαι φυσικά—εσύ γελάς.
Μα πώς με ξέρεις έτσι;
Είμαι εγώ εσύ, είσαι εσύ εγώ;
Πρόσεχε παλιόφιλε,
ούτε εγώ μα ούτε κι εσύ μπορεί
να 'μαστε εδώ σε λίγες μέρες.
read the English version of this poem You Know Me So Well
Λίγα λόγια για το ποίημα…
Ποιήματα Απελπισίας: Μια Ανάλυση του "Πόσο Καλά Με Ξέρεις"
Το ποίημα θίγει θέματα μνήμης, κριτικής και άλυτου συναισθηματικού πόνου και αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στη συλλογή “Ποιήματα Απελπισίας,” προσφέροντας μια βαθιά εξερεύνηση των σύνθετων προσωπικών σχέσεων και των εσωτερικών συγκρούσεων.
Οι αρχικοί στίχοι δημιουργούν αμέσως μια ατμόσφαιρα κόπωσης και απογοήτευσης, καθώς ο αφηγητής βομβαρδίζεται συνεχώς από μια πανταχού παρούσα φωνή: “Θυμάσαι αυτό; θυμάσαι εκείνο; τι γίνεται με αυτό; τι γίνεται με εκείνο;” Αυτή η επανάληψη υποδηλώνει την ασφυκτική επιρροή της φωνής, συμβολίζοντας την εξάντληση και την ενόχληση του αφηγητή.
Η υποτίμηση από τη φωνή συνεχίζεται με δηλώσεις όπως “Πάντα σου στρατιώτης, ποτέ σου στρατηγός” και την αδιάκοπη επανάληψη “και συνεχίζεις, και… και… και…” Αυτή η υποτίμηση αντικατοπτρίζει την τάση της κοινωνίας να υποβαθμίζει τα προσωπικά παράπονα και τις εμπειρίες.
Ένα σημαντικό σημείο καμπής εμφανίζεται με την ερώτηση της φωνής: “Γιατί δεν ήρθες να με δεις μπαμπά;” Αυτή η γραμμή εισάγει μια βαθύτερη, άλυτη πατρική σχέση, προσθέτοντας στρώματα συναισθηματικής πολυπλοκότητας. Η χρήση της σιωπής ως “το πιο σκληρό σου κόλπο” τονίζει περαιτέρω τη χειριστική φύση αυτής της δυναμικής, όπου οι μη λεκτικές ενδείξεις προκαλούν βαθύ ψυχολογικό πόνο.
Οι μεσαίοι στίχοι βυθίζονται στην εσωτερική ταραχή του αφηγητή, όπου η δύναμη μιας ματιάς μπορεί να τον αφήσει “χαμένο”. Αυτή η εικόνα καταγράφει την επίμονη επίδραση της ακατονόμαστης κριτικής και την επανεμφάνιση των καταπιεσμένων φόβων και ανασφαλειών: “Όλες οι σκέψεις που προσπάθησα τόσο σκληρά να διώξω.”
Η συναισθηματική κορύφωση σηματοδοτείται από την σπαρακτική παράκληση, “Δεν μπορούσες να μου δείξεις τουλάχιστο λίγη αγάπη;” Αυτή η γραμμή τονίζει την παγκόσμια λαχτάρα για γονική επιβεβαίωση και αγάπη, ενώ η αναφορά στο κλάμα για το παιδί που μόλις έκλισε εφτά υποδηλώνει τις μακροχρόνιες συνέπειες της παιδικής παραμέλησης.
Οι τελευταίοι στίχοι αποκαλύπτουν μια περίπλοκη αλληλεπίδραση αμοιβαίας κατανόησης και βαθιάς σύγκρουσης. Η προσποιητή αδιαφορία του αφηγητή—“αυτά δεν είναι νέα”—αντιπαραβάλλεται με το γνωστικό γέλιο της φωνής. Οι ρητορικές ερωτήσεις, “Μα όμως πώς με ξέρεις έτσι; Είμαι εγώ εσύ, είσαι εσύ εγώ;” υποδηλώνουν μια θολή γραμμή μεταξύ του κριτικού και του εαυτού, υπονοώντας εσωτερικευμένη κριτική και σύγχυση ταυτότητας.
Το ποίημα κλείνει με μια σοβαρή προειδοποίηση: “Πρόσεχε παλιόφιλε, ούτε εγώ μα ούτε κι εσύ μπορεί να 'μαστε εδώ σε λίγες μέρες.” Αυτή η γραμμή συνοψίζει τη φευγαλέα φύση της ζωής και της επιρροής, υπενθυμίζοντας τόσο στον αφηγητή όσο και στον κριτή τη θνησιμότητά τους. Το "Πόσο Καλά Με Ξέρεις" μέσω της εξερεύνησης του βασανισμού, της λαχτάρας και της ενδοσκόπησης, προσφέρει ένα λεπτομερές σχόλιο για την διαρκή επίδραση των προσωπικών σχέσεων και των αυταρχικών φιγούρων.
Comments